- εἰκαιοσύνη
- εἰκαιοσύνη, ἡ,A thoughtlessness, Timo 36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εικαιοσύνη — εἰκαιοσύνη, η (Α) [εικαίος] απερισκεψία … Dictionary of Greek
εἰκαιοσύνης — εἰκαιοσύνη thoughtlessness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικαιότης — εἰκαιότης, η (Α) [εικαῑος] η είκαιοσύνη … Dictionary of Greek